- κωμῳδικά
- κωμῳδικόςof comedyneut nom/voc/acc plκωμῳδικά̱ , κωμῳδικόςof comedyfem nom/voc/acc dualκωμῳδικά̱ , κωμῳδικόςof comedyfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμωδικός — κωμῳδικός και κωμῳδιακός, ή, όν (Α) [κωμωδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κωμωδία, κωμικός («ἔπη... κωμῳδικά», Αριστοφ.). επίρρ... κωμῳδικῶς (Α) με κωμικό τρόπο … Dictionary of Greek